machtiging tot huiszoeking - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

machtiging tot huiszoeking - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Tots; TOT; TOT (disambiguation); Tot (disambiguation); ToT

machtiging tot huiszoeking      
search warrant
terms of trade         
  • The terms of trade of Australia since 1959.  Note the effect of the resources boom from 2005.
AMOUNT OF IMPORT GOODS AN ECONOMY CAN PURCHASE PER UNIT OF EXPORT GOODS
Terms of Trade; Export-to-import ratio
handelsvoorwaarden (prijzen van de uit een land geëxporteerde producten tegenover prijzen van de in dat land ingevoerde producten)

Ορισμός

Tot
·noun A foolish fellow.
II. Tot ·noun A drinking cup of small size, holding about half a pint.
III. Tot ·add. ·vt To mark with the word "tot"; as, a totted debt. ·see Tot, ·noun.
IV. Tot ·noun Anything small;
- frequently applied as a term of endearment to a little child.
V. Tot ·add. ·noun To Add; to Count; to make up the sum of; to Total;
- often with up.
VI. Tot ·add. ·noun Lit., so much;
- a term used in the English exchequer to indicate that a debt was good or collectible for the amount specified, and often written opposite the item.

Βικιπαίδεια

Tot

Tot, ToT or TOT may refer to: